- δοκίδα
- η (AM δοκίς) [δοκός]μικρό δοκάρινεοελλ.1. γυμναστικό όργανο για αναρρίχηση2. οριζόντιο ξύλινο κομμάτι που αποτελεί μέρος τού πλαισίου μιας ξύλινης κατασκευής ή υποστήριγμα σανιδώματος ή πλακόστρωτου3. ξύλινο ή μεταλλικό στέλεχος, κάθετο προς τα κύρια στοιχεία μιας κατασκευήςαρχ.1. είδος πολιορκητικής μηχανής, χελώνη ορυκτρίς2. είδος μετεώρου.
Dictionary of Greek. 2013.